πλοκαμίς

πλοκαμίς
πλοκᾰμ-ίς, ῖδος, , poet. for sq.,
A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair,

τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7

.
II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλοκαμίς — πλοκαμί̱ς , πλοκαμίς lock fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδα — πλοκαμίς lock fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδας — πλοκαμίς lock fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδες — πλοκαμίς lock fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδος — πλοκαμίς lock fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖσι — πλοκαμίς lock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εϋπλοκαμίς — ἐϋπλοκαμίς, ῑδος, ἡ (Α) επικ. θηλ. τού επιθ. εὐπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκαμίς] …   Dictionary of Greek

  • πλοκαμίδα — η / πλοκαμίς, ίδος, ΝΑ 1. πλέγμα από μαλλιά, πλεξίδα·|| νεοελ. στρ. πλεξίδα από στουπί που χρησιμεύει ως βύσμα σε διάφορα σημεία τού εσωτερικού μηχανισμού ενός πυροβόλου αρχ. 1. (με περιληπτ. σημ.) κατσαρά μαλλιά 2. στον πληθ. αἱ πλοκαμίδες… …   Dictionary of Greek

  • πλοκαμίδων — πλοκαμί̱δων , πλοκαμίς lock fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”